Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από εκδήλωση πομφών και αγγειοοιδήματος συνοδευόμενα από αίσθημα κνησμού. Μπορεί να οφείλεται σε αλλεργικά αίτια ή παθολογικές αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό της κνίδωσης είναι ότι το εξάνθημα μετατοπίζεται από το ένα σημείο στο άλλο (μεταναστεύει). Κεντρικό ρόλο στην δημιουργία της κνίδωσης είναι ο ερεθισμός κυττάρων του δέρματος και η απελευθέρωση «ισταμίνης». Για το λόγο αυτό πρωτεύοντα ρόλο στην αντιμετώπισή της κατέχουν τα αντιισταμινικά.
Ανάλογα με τον χρόνο διάρκειας των εξανθημάτων διακρίνεται σε οξεία (έως 6 εβδ.) και χρόνια (πάνω από 6 εβδ.). Ανάλογα με το αίτιο διακρίνουμε την αλλεργική κνίδωση, την φυσική κνίδωση (από πίεση, ζέστη, κρύο κλπ), την δευτερογενή (σαν συνοδό άλλων παθήσεων όπως αιματολογικές παθήσεις ή παρασιτώσεις) και τέλος την ιδιοπαθή ή αυθόρμητη κνίδωση.
Για την διάγνωση της κνίδωσης πρέπει να γίνει πλήρης έλεγχος κλινικός και εργαστηριακός καθώς και αναλυτικά αλλεργικά test.
Στην θεραπεία της κνίδωσης πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπ όψιν το εκλυτικό αίτιο. Σε περίπτωση αλλεργίας να απομακρυνθεί το υπεύθυνο αλλεργιογόνο και πιθανόν να γίνει ανοσοθεραπεία. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται αντιισταμινική αγωγή, και πιθανόν κορτικοειδή. Ειδικά στην ιδιοπαθή – αυθόρμητη κνίδωση η θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα έφερε επανάσταση στην θεραπεία της κνίδωσης, απαλλάσσοντας τους ασθενείς από την χρόνια βασανιστική κνίδωση.